Tuesday, September 20, 2011

Κάτω απ' την βροχή

Αμέτρητες ομπρέλες ανοιχτές γύρω του. Τρέχουν, ανοίγουν, προχωρούν, σταματούν, κλείνουν, στέκονται, μα όλες κρύβουν τα πρόσωπα τους. Γέρνει την ομπρέλα του στο πλάι κι αφήνει την βροχή να στάξει πάνω του. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και ξεφυσά. Την κοιτάζει να μιλά στο κινητό χαζεύοντας την βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου. Σ' ένα βιβλιοπωλείο την γνώρισε. Η φωνή της μαρτυρά την φόρτιση της. Θέλει να της ομορφύνει τη μέρα. Μαζεύει την ομπρέλα του στην τσάντα και την πλησιάζει. "Ακολούθησε με" της ψιθυρίζει χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Την έπιασε απ' το χέρι και την πήγε να περπατήσουν στην άκρη του πεζοδρομίου. Εκτεθειμένοι στην βροχή. "Τι κάνεις; Βρεχόμαστε!". "Τι πειράζει;" και της χαμογελά. Λίγα μέτρα πιο κάτω συναντούν μια μπάντα του δρόμου να συνεχίζει τη μουσική παρά τον υγρό καιρό και σταματούν. Ο σαξοφωνίστας τους κλείνει το μάτι κι εκείνος τυλίγει το χέρι του στη μέση της και την σπρώχνει σε χορό. Χορεύουν στους ρυθμούς της τζαζ και της αγάπης τους. Δεν τους νοιάζει αν τους κοιτούν οι περαστικοί. Δεν τους νοιάζει που γελούν δυνατά. Δεν τους νοιάζει που στάζουν πια. Η φωνή της συνήλθε. Μετά από μισή ώρα σταματούν τον χορό. Αποχαιρετούν τη μπάντα, παίρνουν τον ηλεκτρικό και γυρνούν στο σπίτι τους. Με την ομπρέλα κλειστή στην τσάντα.