Thursday, July 11, 2013

http://www.rainymood.com/  *(κλικ!) 

Πλησιάζει μια στιγμή που αδειάζει όσα χωρούν τα μάτια...

Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ανακυκλώνω κάθε σου στάση.
Βυθισμένος στο μαξιλάρι σου, παρατηρώ όσα κοίταζε η δική σου ματιά.
Ξαπλωμένος στη μεριά σου, αφουγκράζομαι όσες φωνές άφησες εδώ και δεν ξεθώριασαν.
Ξαπλωμένος πάνω στ' αποτύπωμα του κορμιού σου, σε φαντασιώνομαι.

Πλησιάζει μια στιγμή που ταράσσει τη σιωπή...

Αγγίζω τα σεντόνια, μα στην πραγματικότητα αγγίζω όσα αποτυπώματα αφήσαμε μαζί κολλημένοι σφιχτά.
Αγγίζω τα σεντόνια, μα γνωρίζω καλά πως αγγίζω την απουσία.

Όλα έξω είναι υγρά... Όλα μέσα είναι στεγνά...

Οι υγροί χτύποι ρουφούν όλο τον αστικό θόρυβο έξω απ' τα ανοιχτά παράθυρα.
Μέσα, μέσα μόνον ησυχία.
Η υγρή αύρα εισβάλλει σιγά σιγά και πετά όρθιο, σαν ανάποδο ντόμινο, κάθε θύλακα του δέρματος.
Μ' αφήνει παγερά αδιάφορο, παγερά αναίσθητο και να κουνηθώ για την όποια αφορμή.
Σήμερα εγκλωβίστηκα στα αθέλητα σύνορα ενός στρώματος.

Σε φαντασιώνομαι...

Παρασύρομαι σε σένα.
Ούτε στη φυσική σου παρουσία, ούτε στη μορφή σου.
Παρασύρομαι στην ανάμνηση σου ή ό,τι απέμεινε απ' αυτήν, κι αυτό είναι κάτι διαφορετικό.
Υπάρχεις και δεν υπάρχεις ταυτόχρονα.
Ρώτα με, αν πράγματι το θέλω.
Σε φαντασιώνομαι.
Ε, και;

Όλα έξω είναι υγρά... Όλα μέσα είναι στεγνά...

Είναι αστείο πως η βροχή κουβαλά πάντα τούτη την αντίθεση, της οποίας οι προκλήσεις διαφέρουν. Είτε σ' αρέσει, είτε όχι.
Είναι αστείο πως η βροχή καθηλώνει τα πάντα, τα υπαρκτά και τα ανύπαρκτα.
Είναι αστείο να σ' αισθάνομαι παράφορα δική μου και παράφορα ξένη ταυτόχρονα.
Είναι αστείο γιατί σήμερα θυμήθηκα τις φορές που σε τραβολογούσα υπό το άγγιγμα της κι όλα όσα επακολουθούσαν.
Γαμώτο, μ' ένιωθες τις φορές που ήθελα να με νιώσεις!
Γαμώτο, το μόνο που θυμάμαι ακέραιο είναι η απόλυτη ευτυχία που αγγίξαμε!
Γαμώτο, βρέχει κι εγώ απευθύνομαι σε σένα, γνωρίζοντας ότι δεν είσαι 'δω και δε μου λείπεις!
Γαμώτο, ο χρόνος σε σκεπάζει ήδη!

Πλησιάζει μια στιγμή που τραντάζει την εσωτερική ισορροπία μιας αρμονίας...

Περίεργο δεν είναι; Τι θυμάται και τι λησμονά ο νους και τι επανέρχεται σ' ανύποπτες στιγμές;
Δεν έχω διάθεση, μήτε να γιορτάσω, μήτε να λυπηθώ.
Η διάθεση άγγιξε ένα απόκοσμο κενό, το απόλυτο.

Το απόλυτο...

Ό,τι, ό,τι ζήσαμε μαζί ήταν απόλυτο.
Απόλυτα θνητά.
Με εκτίμηση ή χωρίς.
Η λίστα είναι τεράστια.
Απόλυτη αγάπη.
Το απόλυτο μαζί και το απόλυτο τίποτα.
Απόλυτο τέλος.


M83 - My tears are becoming a sea

Friday, May 31, 2013

Μμμμ... Μυρίζει...

Και μυρίζει γλυκά. Γέμισε την πόλη όλη. Βαδίζω και παρατηρώ. Πολύς ο κόσμος έξω. Πρόσωπα λιγότερο χλωμά, βλέμματα πιο χαμογελαστά. Η φύση φούντωσε. Έρχεται η απελευθέρωση του κορμιού και του νου. Μυρωδιές ξεχύνονται και διεκδικούν τα ρουθούνια μας.
Φτάνω στο μανάβικο. Οι φράουλες με το ανοιχτό μπορντό χρώμα τους σημάνουν τον πιο γλυκό μήνα του χρόνου. Δίπλα ξεπροβάλλουν αγουρωπά φρούτα και μπερδεύουν αγαπημένες μυρωδιές. Μπαίνω μέσα. Να κι οι ντομάτες, ζουμερές κι ακανόνιστες, ν' απλώνουν το φρέσκο άρωμα τους. Με πάει πίσω, στα παλιά καλοκαίρια. Όταν η παιδικότητα ήταν αθώα ξέφρενη κι οι πόρτες ξεκλείδωτες. Όλο το χωριό μύριζε ντομάτα λόγω των γεμάτων απ' τις πολλές καλλιέργειες φορτηγών που περνούσαν τους δρόμους μας προς το εργοστάσιο, κοινώς το ντοματάδικο. Θυμήθηκα τώρα μια νύχτα. Φρέσκια στην ενήλικη νιότη μου. Περπατούσα με δυο φίλες όταν μας σταματήσαν κάτι τύποι για σαχλό καμάκι. Κοντοστάθηκα πιο πίσω και λίγο αργότερα ένα γνώριμο αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μου. Άνοιξε το παράθυρο, έσκυψα, με προσκάλεσε και μπήκα. Οι άλλες δυο μου 'κλεισαν το μάτι. Με πήγε βόλτα στη μεριά του ντοματάδικου. Ένα μεγαλειώδες στην εποχή του εργοστάσιο τώρα κλειστό και σκουριασμένο. Το προσπεράσαμε. Το κλίμα αλλάζει μόλις βγαίνεις στον κάμπο. Γύρω γύρω απλωνόταν η ψύχρα της Κωπαΐδας στα αμέτρητα χωράφια και τους απόμακρους λόφους της. Καθήσαμε πάνω στο καπό. Με τα άστρα ταβάνι κι ένα λεπτό, φινετσάτο φεγγάρι. Πειράγματα, συζητήσεις, γέλια φλερτ, μπόλικο φλερτ! Δάγκωμα στα χείλη. Ένα τύπος με γυρνά στο μανάβικο για να τον βοηθήσω να διαλέξει καλές ντομάτες. Ω, τι απίθανη νύχτα! Την θυμάμαι πάντα μ' έναν αθώο ρομαντισμό μιας ξεχασμένης ευγένειας.
Βγαίνω έξω με φράουλες και ντομάτες στην πάνινη σακούλα. Επιστρέφω στο σπίτι. Όλα γύρω μου μυρίζουν, μα μια μυρωδιά ξεχωρίζω. Αυτή του γιασεμιού. Οι γειτονιές ευτυχώς είναι γεμάτες από δαύτα και κυριολεκτικά στις πνοές των ανέμων μας σκορπούν απλόχερα τη μεθυστική οσμή τους. Να έκανα μια ζαβολιά; Να έκοβα λίγα κλαράκια για να μοσχοβολήσει και το δικό μου σπιτικό; Δεν κάνω τέτοια όμως, αλλά εσύ... Όπως τότε... Ένα μεσημέρι ήμουν στο μπαλκόνι όταν σε είδα κάτω. Κάτι κρατούσες κι έκανα πίσω για να μη με δεις και περίμενα. Χτύπησες το κουδούνι και προσπαθούσα να κρατηθώ και να κάνω την έκπληκτη αλλά δεν κρατήθηκα. Ποτέ δεν ήμουν καλή σ' αυτά. Γέλασα αμέσως και σ' έσπρωξα μέσα απορημένο δίνοντας σου ένα φιλί. Κρατούσες δυο κλαράκια γιασεμιού και δυο γλειφιτζούρια. Ναι, μου έκανες την πιο γλυκιά έκπληξη...
Έβγαλα μια φράουλα και την έφαγα. Είναι κι άλλα που γεμίζουν την πόλη. Τρυφερά ζεστές κι αρεστά δροσερές θερμοκρασίες, ελαφρύς ρουχισμός, γλυκιές νύχτες, παρέες, τσάρκες, έρωτες. Αρχίζει η καλύτερη της ανεμελιάς. Που το κλίμα προκαλεί άλλες προ-διαθέσεις. Τα μερόνυχτα σε παρασέρνουν με μια ιδιαίτερη προτίμηση στις νύχτες. Τρέλα, φόρα, χαμόγελα. Είναι κι η βεραντάδα. Πολύτιμη η βεραντάδα. Γεμίζεις έξω, αδειάζεις έξω. Μου λείπει εδώ στην πόλη. Είναι αλλιώτικη η εξοχή απ' αυτήν της πόλης, άλλος αέρας. Αχ, λίγο ζεσταίνει ο καιρός και τσουπ! Έξω! Η βεράντα ή η αυλή γίνεται το σπίτι και το σπίτι αποκτά σημασία για τα απολύτως απαραίτητα.
Κλείνω την πόρτα και πάω κατευθείαν στην κουζίνα. Κρατώ λίγες φράουλες στο νεροχύτη και βάζω τα ψώνια στο ψυγείο. Τις πλένω και τις πασπαλίζω σ' ένα μπολάκι με ζάχαρη, όπως έκανε πάντα η μαμά με τις πρώτες φράουλες που αγόραζε. Αυτές που ξινίζουν. Το τηλέφωνο χτυπάει. Να κανονίσουμε για το βράδυ. Ξέρω που θα σε πάω. Στην ταράτσα που λατρέψαμε κι οι δυο το καλοκαίρι εκείνο που μείναμε ολόκληρο, χωρίς άδειες κι οι δυο μαζί στην πόλη. Στην ταράτσα που περάσαμε αρκετές ερωτικές κι ατμοσφαιρικές νύχτες, να πίνουμε κοκτέηλ, να κουβεντιάζουμε, να ερωτοτροπούμε, να σιγοτραγουδάμε την ωραία τους μουσική.
Γεύομαι την πρώτη μπουκιά κι αισθάνομαι ότι γεύομαι τη νοστιμιά του έρωτα. Ναι, μου κάνει αυτή η σύγκριση. Σηκώνομαι και βγάζω ένα χαρτάκι απ' το συρτάρι του κομοδίνου. Ραβασάκι και ταξιδεύω σ' άλλο χρόνο. Ξύπνησα και βρήκα ένα post-it στο ψυγείο. Στις 7 θα είσαι από κάτω και θα με περιμένεις. Δεν ήθελες να ξέρω κάτι παραπάνω. Ευτυχώς έβαλα σανδάλια! Σαν τζέντλεμαν με περίμενες στην πόρτα, με συνόδεψες στο αυτοκίνητο και κρατώντας το χέρι μου και μου άνοιξες και την πόρτα για να καθήσω. Με πήγες σε μια αμμουδιά έξω απ' την πόλη προετοιμασμένος. Με μια μεγάλη ψάθα, ένα καλάθι κι ένα ραδιοφωνάκι. Νυχτερινό πικ-νικ, τι καλά! Το καλάθι μέσα είχε κρασί, δυο ποτήρια, φράουλες και βατόμουρα, πετσέτες και δυο κεριά. Ευτυχώς ήμασταν μόνοι μας. Μετά από κάποια ώρα σηκώθηκα και βούτηξα το πόδι στην ακροθαλασσιά. Κρύα ακόμα. Ήρθες και με σήκωσες στην αγκαλιά σου. Μ' έσυρες σ' έναν βουβό χορό. Ξυπόλητοι στην άμμο. Και μετά σ' έναν έρωτα ασυγκράτητο. Εκείνη τη νύχτα μας πήρε ο ύπνος και μας βρήκε η χαραυγή αγκαλιασμένους κι ας ήμασταν παγωμένοι. Τι αξέχαστη νύχτα χτίστηκε πάνω στην άμμο! Χαραγμένη στη νοσταλγία του έρωτα. Η σπουδαιότητα της αγάπης. Απλά κι αγαπημένα.
Κοίτα τώρα πόσες αναμνήσεις ξετυλίχθηκαν και πόσες άλλες στιγμές αδημονούν ν' αναφερθούν. Η μέρα είναι μπροστά ακόμα.
Είναι η μαγεία τούτης της εποχής. Δεν είναι η άνοιξη, δεν είναι το καλοκαίρι. Είναι η τσαχπίνα, μεταβατική εποχή που όταν έρχεται όλα μυρίζουν αλλιώς.
Μμμμ... Μύρισε καλοκαιράκι... Κι άλλο καλοκαιράκι περνάει και περνάει μαζί σου...

Μικρές περιπλανήσεις μ' εκείνους που δεν ήρθαν
στις άδειες ώρες θ' ακουμπήσεις, θα χαθείς
ψεύτικα σα στολίδια τα λόγια σου λυγάνε
πως να σωθείς

Της πρώτης μου αγάπης τις ωραίες τις στιγμές
που να τις βρω
κοντά μου πάντα θα 'ναι
στον δρόμο, στο λιμάνι, στον σταθμό
στο παγωμένο χέρι, στον αποχωρισμό
στα θλιμμένα τα βράδια, στον καφέ τον πρωινό

Φθαρμένες παραστάσεις ένας αγέρας κλαίει
σχεδία η ζωή δεν θα προφτάσεις αλλού να πας
στο κρύο άδειοι δρόμοι η πόλη κρυφά γελάει
να μ' αγαπάς

Tuesday, May 28, 2013

Again


Από κάτω ακούγονται φωνές. Κάνουν πάρτυ. Διασκεδάζουν. Μόλις έκλεισες την πόρτα, πήγες μέσα να ετοιμαστείς. Κι εγώ στέκομαι σαν άγαλμα μπροστά στο παράθυρο. Δεν κοιτώ την θέα του. Εσένα κοιτώ. Τότε που γελούσες. Χόρευες και μ' έφερνες ολοένα και πιο κοντά σου για να μου τραγουδήσεις στ' αφτί. Εμένα κοιτώ. Που δεν σε κοίταξα. Δεν σου έγνεψα. Απλώς έγνεψα. Πλησιάζει η ώρα ετούτη;
Περιμένω. Κοιτώ κάτω τους δρόμους. Τότε που περπατούσαμε αγκαλιασμένοι. Τότε που τρέχαμε να γυρίσουμε γρήγορα λόγω βροχής. Τότε που τρέχαμε να γυρίσουμε γρήγορα εδώ, να κάνουμε έρωτα πίσω απ' την πόρτα. Γιατί δεν κρατιόμασταν...
Κάθομαι στην πολυθρόνα. Κοιτώ το παράθυρο. Δεν κοιτώ την θέα του. Την αντανάκλαση του κοιτώ. Τότε που έφτιαχνες μια κούπα κακάο και το πίναμε μαζί. Καθόμουν στα πόδια σου στην ίδια πολυθρόνα. Τότε που η ματιά μου στα έλεγε όλα... Βλέπω τα χέρια μου να βγάζουν ένα τσιγάρο από το πακέτο και να το ανάβουν. Δεν σ' αρέσει να καπνίζω, το ξέρω, τώρα όμως το θέλω. Ένα πορτοκαλί μπαλάκι φώτισε για μια στιγμή. Καπνός το ξεθώριασε. Τι δεν έχει ξεθωριάσει; Μ' αγγίζεις στην πλάτη. Τρυφερά ή δεν σ' άκουσα; Για να φύγουμε. Σηκώνομαι. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στο παράθυρο. Δεν κοιτώ την θέα του. Εσένα κοιτώ που απουσιάζεις από το τζάμι. Ξεφυσώ την τελευταία ρουφηξιά καπνού και το σβήνω. Σβήνω τα φώτα, κλείνω την πόρτα και κλειδώνω. Έχεις ήδη κατέβει. Δε με πρόσεξες σήμερα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κατεβαίνω απ' τα σκαλιά.
Έχεις ήδη βάλει μπρος. Μπαίνω στ' αμάξι και ξεκινάς. Κοιτώ τον καθρέφτη. Βλέπω χείλη ανέκφραστα. Κοιτώ το παράθυρο. Δεν κοιτώ την θέα του που τρέχει. Εμάς κοιτώ. Τότε που οδηγούσες και κρατούσες το χέρι μου σ' όλη την διαδρομή, ακόμα κι όταν άλλαζες ταχύτητες. Τότε που σου έκανα μασάζ στον αυχένα και το απολάμβανες χαμογελαστός. Τότε που με φιλούσες σε κάθε κόκκινο φανάρι. Σταματάς σε κόκκινο φανάρι και λέω τ' όνομα σου. Με κοίταξες αμήχανος. Κάτι πήγες να πεις, μα μόλις άναψε πράσινο και ξεκινάς. Κοιτώ τον καθρέφτη. Βλέπω χείλη σπασμένα. Κοιτώ το παράθυρο. Δεν κοιτώ την θέα του που τρέχει. Εμάς κοιτώ. Τώρα, εδώ μέσα. Μέσα στην σιωπή. Πως ήμασταν, πως είμαστε! Μου ξεσκίζει την ψυχή! Φτάνει! Βγάζω το εισιτήριο σου. Κοιτώ τον καθρέφτη. Βλέπω χείλη παραδομένα. Κοιτώ το παράθυρο. Βλέπω την θέα του που τρέχει να σταματά. Ανοίγω την πόρτα, αφήνω το εισιτήριο να πέσει μέσα στ' αμάξι, βγαίνω και κλείνω την πόρτα μ' όση ορμή με κυρίευσε!
Τρέχω! Σ' ακούω να με φωνάζεις. Τι να το κάνω τώρα! Τρέχω, τρέχω! Δεν ξέρω τι κάνεις. Αν με κυνηγάς ή αν  μ' άφησες. Δε με νοιάζει! Τρέχω, τρέχω, τρέχω! Να ξεφύγω! Να μην τα θυμάμαι! Τρέχω! Μόνο βουή στα αφτιά!
Βλέπω το μπαρ πιο κάτω και σταματώ λαχανιασμένη. Κρύβομαι πίσω από ένα φορτηγό. Ακουμπώ σ' έναν τοίχο κι αργοτσουλώ στο πεζοδρόμιο. Τα πόδια διπλώνουν και τα χείλη ξεσπούν πάνω τους για λίγο. Ακούω το κινητό. Το σβήνω. Ακούω μουσική. Σηκώνομαι. Κοιτάζομαι σε μια βιτρίνα. Σουλουπώνω τα μαλλιά, φρεσκάρω τα μάγουλα και προχωρώ. Δίνω το εισιτήριο και μπαίνω.
"If I was to walk away from you, my love, could I laugh again?". Σωτήριο; Χειρότερο;  Δεν ξέρω. Πάω και στέκομαι στο ίδιο σημείο. Εδώ που γνωριστήκαμε, εδώ τι θα γίνει σήμερα; Αφήνομαι. "Without your love, you're tearing me apart". Ένα σκούντημα με ξυπνά. Κάποιος ήθελε να περάσει. Κι εγώ κοιτάζω γύρω μου μπας και σε δω. Θέλω να σε δω; Θέλω να με βρεις; Αφήνομαι ξανά. Το τραγούδι τελειώνει σιγά σιγά κι εσύ ακόμα να φανείς. Ένας ψίθυρος με ξαφνιάζει. "Θα ξαναγελάσουμε, θα δεις...". Μου χαϊδεύεις τα μαλλιά και με τ' άλλο χέρι στο πηγούνι με γυρνάς στα μάτια σου. Μου στραβοχαμογελάς. Ξέρεις ότι έχω αδυναμία σ' αυτό. Κοιτάζω πάλι στην σκηνή κι έπειτα μ' αγκαλιάζεις από πίσω. Κι εγώ χειροκροτώ. Και νιώθω μουδιασμένη. Μπορώ να σου χαμογελάσω; Ξανά;

(- A story inspired by Archive's song "Again")

Saturday, May 25, 2013

But I believe in Love*


Nick Cave & The Bad Seeds - Into my arms