Monday, April 18, 2011

Κρύο μες την άνοιξη

Έβγαλε κρύο απόψε η άνοιξη. Έκλεισε τα πατζούρια χαμογελώντας στην θέα της λίμνης που έκρυβε λίγο - λίγο. Έσβησε τα φώτα κι άφησε αναμμένο το πορτατίφ για χάρη της. Πήγε κοντά της, την σκέπασε και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της. Πήγε στο υπνοδωμάτιο της. Αυτό που κάποτε ήταν το δικό της παιδικό δωμάτιο. Οι νυχτερινές ώρες ήταν ανέκαθεν οι προσωπικές της. Σήμερα δεν είχε το κουράγιο να κάνει ότι συνήθιζε. Ήταν αρκετά αδύναμη. Ξάπλωσε κι άνοιξε το βιβλίο εκεί που ήταν αφημένος ο σελιδοδείκτης. Δεν πρόλαβε να διαβάσει την δεύτερη σελίδα όταν επανεμφανίστηκε δριμύτερος. Άρχισε πάλι να βήχει. Σηκώθηκε και πήρε κι άλλο φάρμακο. Έριξε ένα πλεκτό σάλι στους ώμους της και κάθησε στην κουνιστή πολυθρόνα. Ήταν ξύλινη και σκαλιστή και μετρούσε χρόνια απ' την προγιαγιά της. Άνοιξε την τηλεόραση και το άφησε σε μια ασπρόμαυρη ταινία. Από παιδί λάτρευε τις ασπρόμαυρες ταινίες. Όταν τέλειωσε η ταινία, ένιωσε το φάρμακο να νικά τον βήχα. Ξάπλωσε πάλι. Ήλπιζε πως απόψε θα την επισκεπτόταν ο Μορφέας. Ήλπιζε πως θα ξεπερνούσε τον βήχα, αλλά ο βήχας επέστρεψε δυνατότερος. Όλη η νύχτα κύλησε έτσι. Ήταν εξίμισι τα χαράματα όταν σηκώθηκε πάλι. Εξαντλημένη κι ιδρωμένη, σε κάθε τράνταγμα του βήχα πονούσε όλο το κορμί της και γρατζουνούσε όλο και πιο βίαια το λαιμό της και τα πνευμόνια της. Ένιωθε πως της έκλεβε τις πνοές. Πήγε με το ζόρι στο μπάνιο. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είδε καινούριες ρυτίδες, τους μαύρους κύκλους, τα εξασθενισμένα μάτια και χείλη. Το βλέμμα της. Έχασε την ισορροπία της αλλά ευτυχώς στηρίχθηκε στο νιπτήρα. Έριξε νερό στο πρόσωπο της και ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Οι στάλες κυλούσαν στο πρόσωπο της και μερικές δρόσιζαν το στήθος της. Το βλέμμα της ήταν το ίδιο. Προχώρησε στον διάδρομο και την κοίταξε. Μετά γύρισε γρήγορα στο δωμάτιο της για να μην ξυπνήσει. Έκλεισε την πόρτα κι άνοιξε τα πατζούρια με πείσμα. Γύρισε την κουνιστή πολυθρόνα προς τη λίμνη, έβαλε το σάλι στους ώμους της και κάθησε. Άκουγε τους τριγμούς που προκαλούσε η κούνια στο ξύλινο πάτωμα. Κοιτούσε τη λίμνη και περίμενε βήχοντας.  Ο βήχας την αποδυνάμωσε πια. Ο κρύος αέρας ήταν παρηγοριά στο κορμί της. Ένιωθα τα μάτια της να υγραίνονται. Πήρε ένα μολύβι κι ένα χαρτί απ' το κομοδίνο. Άρχισε να γράφει. Τα χέρια της έτρεμαν. ″Συγνώμη που δεν πρόλαβα. Ήθελα να σε ζήσω κι άλλο. Σ' αγαπώ τόσο..." Δεν πρόλαβε να τελειώσει την τελευταία πρόταση. Δεν πρόλαβε να βάλει την τελευταία τελεία της. Το χέρι της σταμάτησε κι έπεσε στο πλάι και το μολύβι στο πάτωμα.

No comments:

Post a Comment