Friday, May 31, 2013

Μμμμ... Μυρίζει...

Και μυρίζει γλυκά. Γέμισε την πόλη όλη. Βαδίζω και παρατηρώ. Πολύς ο κόσμος έξω. Πρόσωπα λιγότερο χλωμά, βλέμματα πιο χαμογελαστά. Η φύση φούντωσε. Έρχεται η απελευθέρωση του κορμιού και του νου. Μυρωδιές ξεχύνονται και διεκδικούν τα ρουθούνια μας.
Φτάνω στο μανάβικο. Οι φράουλες με το ανοιχτό μπορντό χρώμα τους σημάνουν τον πιο γλυκό μήνα του χρόνου. Δίπλα ξεπροβάλλουν αγουρωπά φρούτα και μπερδεύουν αγαπημένες μυρωδιές. Μπαίνω μέσα. Να κι οι ντομάτες, ζουμερές κι ακανόνιστες, ν' απλώνουν το φρέσκο άρωμα τους. Με πάει πίσω, στα παλιά καλοκαίρια. Όταν η παιδικότητα ήταν αθώα ξέφρενη κι οι πόρτες ξεκλείδωτες. Όλο το χωριό μύριζε ντομάτα λόγω των γεμάτων απ' τις πολλές καλλιέργειες φορτηγών που περνούσαν τους δρόμους μας προς το εργοστάσιο, κοινώς το ντοματάδικο. Θυμήθηκα τώρα μια νύχτα. Φρέσκια στην ενήλικη νιότη μου. Περπατούσα με δυο φίλες όταν μας σταματήσαν κάτι τύποι για σαχλό καμάκι. Κοντοστάθηκα πιο πίσω και λίγο αργότερα ένα γνώριμο αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μου. Άνοιξε το παράθυρο, έσκυψα, με προσκάλεσε και μπήκα. Οι άλλες δυο μου 'κλεισαν το μάτι. Με πήγε βόλτα στη μεριά του ντοματάδικου. Ένα μεγαλειώδες στην εποχή του εργοστάσιο τώρα κλειστό και σκουριασμένο. Το προσπεράσαμε. Το κλίμα αλλάζει μόλις βγαίνεις στον κάμπο. Γύρω γύρω απλωνόταν η ψύχρα της Κωπαΐδας στα αμέτρητα χωράφια και τους απόμακρους λόφους της. Καθήσαμε πάνω στο καπό. Με τα άστρα ταβάνι κι ένα λεπτό, φινετσάτο φεγγάρι. Πειράγματα, συζητήσεις, γέλια φλερτ, μπόλικο φλερτ! Δάγκωμα στα χείλη. Ένα τύπος με γυρνά στο μανάβικο για να τον βοηθήσω να διαλέξει καλές ντομάτες. Ω, τι απίθανη νύχτα! Την θυμάμαι πάντα μ' έναν αθώο ρομαντισμό μιας ξεχασμένης ευγένειας.
Βγαίνω έξω με φράουλες και ντομάτες στην πάνινη σακούλα. Επιστρέφω στο σπίτι. Όλα γύρω μου μυρίζουν, μα μια μυρωδιά ξεχωρίζω. Αυτή του γιασεμιού. Οι γειτονιές ευτυχώς είναι γεμάτες από δαύτα και κυριολεκτικά στις πνοές των ανέμων μας σκορπούν απλόχερα τη μεθυστική οσμή τους. Να έκανα μια ζαβολιά; Να έκοβα λίγα κλαράκια για να μοσχοβολήσει και το δικό μου σπιτικό; Δεν κάνω τέτοια όμως, αλλά εσύ... Όπως τότε... Ένα μεσημέρι ήμουν στο μπαλκόνι όταν σε είδα κάτω. Κάτι κρατούσες κι έκανα πίσω για να μη με δεις και περίμενα. Χτύπησες το κουδούνι και προσπαθούσα να κρατηθώ και να κάνω την έκπληκτη αλλά δεν κρατήθηκα. Ποτέ δεν ήμουν καλή σ' αυτά. Γέλασα αμέσως και σ' έσπρωξα μέσα απορημένο δίνοντας σου ένα φιλί. Κρατούσες δυο κλαράκια γιασεμιού και δυο γλειφιτζούρια. Ναι, μου έκανες την πιο γλυκιά έκπληξη...
Έβγαλα μια φράουλα και την έφαγα. Είναι κι άλλα που γεμίζουν την πόλη. Τρυφερά ζεστές κι αρεστά δροσερές θερμοκρασίες, ελαφρύς ρουχισμός, γλυκιές νύχτες, παρέες, τσάρκες, έρωτες. Αρχίζει η καλύτερη της ανεμελιάς. Που το κλίμα προκαλεί άλλες προ-διαθέσεις. Τα μερόνυχτα σε παρασέρνουν με μια ιδιαίτερη προτίμηση στις νύχτες. Τρέλα, φόρα, χαμόγελα. Είναι κι η βεραντάδα. Πολύτιμη η βεραντάδα. Γεμίζεις έξω, αδειάζεις έξω. Μου λείπει εδώ στην πόλη. Είναι αλλιώτικη η εξοχή απ' αυτήν της πόλης, άλλος αέρας. Αχ, λίγο ζεσταίνει ο καιρός και τσουπ! Έξω! Η βεράντα ή η αυλή γίνεται το σπίτι και το σπίτι αποκτά σημασία για τα απολύτως απαραίτητα.
Κλείνω την πόρτα και πάω κατευθείαν στην κουζίνα. Κρατώ λίγες φράουλες στο νεροχύτη και βάζω τα ψώνια στο ψυγείο. Τις πλένω και τις πασπαλίζω σ' ένα μπολάκι με ζάχαρη, όπως έκανε πάντα η μαμά με τις πρώτες φράουλες που αγόραζε. Αυτές που ξινίζουν. Το τηλέφωνο χτυπάει. Να κανονίσουμε για το βράδυ. Ξέρω που θα σε πάω. Στην ταράτσα που λατρέψαμε κι οι δυο το καλοκαίρι εκείνο που μείναμε ολόκληρο, χωρίς άδειες κι οι δυο μαζί στην πόλη. Στην ταράτσα που περάσαμε αρκετές ερωτικές κι ατμοσφαιρικές νύχτες, να πίνουμε κοκτέηλ, να κουβεντιάζουμε, να ερωτοτροπούμε, να σιγοτραγουδάμε την ωραία τους μουσική.
Γεύομαι την πρώτη μπουκιά κι αισθάνομαι ότι γεύομαι τη νοστιμιά του έρωτα. Ναι, μου κάνει αυτή η σύγκριση. Σηκώνομαι και βγάζω ένα χαρτάκι απ' το συρτάρι του κομοδίνου. Ραβασάκι και ταξιδεύω σ' άλλο χρόνο. Ξύπνησα και βρήκα ένα post-it στο ψυγείο. Στις 7 θα είσαι από κάτω και θα με περιμένεις. Δεν ήθελες να ξέρω κάτι παραπάνω. Ευτυχώς έβαλα σανδάλια! Σαν τζέντλεμαν με περίμενες στην πόρτα, με συνόδεψες στο αυτοκίνητο και κρατώντας το χέρι μου και μου άνοιξες και την πόρτα για να καθήσω. Με πήγες σε μια αμμουδιά έξω απ' την πόλη προετοιμασμένος. Με μια μεγάλη ψάθα, ένα καλάθι κι ένα ραδιοφωνάκι. Νυχτερινό πικ-νικ, τι καλά! Το καλάθι μέσα είχε κρασί, δυο ποτήρια, φράουλες και βατόμουρα, πετσέτες και δυο κεριά. Ευτυχώς ήμασταν μόνοι μας. Μετά από κάποια ώρα σηκώθηκα και βούτηξα το πόδι στην ακροθαλασσιά. Κρύα ακόμα. Ήρθες και με σήκωσες στην αγκαλιά σου. Μ' έσυρες σ' έναν βουβό χορό. Ξυπόλητοι στην άμμο. Και μετά σ' έναν έρωτα ασυγκράτητο. Εκείνη τη νύχτα μας πήρε ο ύπνος και μας βρήκε η χαραυγή αγκαλιασμένους κι ας ήμασταν παγωμένοι. Τι αξέχαστη νύχτα χτίστηκε πάνω στην άμμο! Χαραγμένη στη νοσταλγία του έρωτα. Η σπουδαιότητα της αγάπης. Απλά κι αγαπημένα.
Κοίτα τώρα πόσες αναμνήσεις ξετυλίχθηκαν και πόσες άλλες στιγμές αδημονούν ν' αναφερθούν. Η μέρα είναι μπροστά ακόμα.
Είναι η μαγεία τούτης της εποχής. Δεν είναι η άνοιξη, δεν είναι το καλοκαίρι. Είναι η τσαχπίνα, μεταβατική εποχή που όταν έρχεται όλα μυρίζουν αλλιώς.
Μμμμ... Μύρισε καλοκαιράκι... Κι άλλο καλοκαιράκι περνάει και περνάει μαζί σου...

No comments:

Post a Comment